- ἐκπορθεῖται
- ἐκπορθέωpillagepres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐκπορθέωpillagepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπόρθητος — η, ο (ΑΜ εὐπόρθητος, ον) [πορθώ] αυτός που εκπορθείται εύκολα, που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος … Dictionary of Greek